“ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ”, ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΑΘΗΤΩΝ

ΑΣΚΗΣΗ

Προσπαθήστε να γράψετε ένα μικρό ποίημα/πεζό με κεντρικό πρόσωπο έναν ανήλικο εργαζόμενο.

Υπεύθυνη καθηγήτρια, Βοναπάρτη Ελένη

1.

Είμαι ένα  μικρό παιδί

που εργάζομαι πολύ

και με κόπο βγάζω το ψωμί.

 

Των  λογιών αυτοκινήτων τα τζάμια καθαρίζω ,εγώ,

και στο σκουριασμένο μου κουβαδάκι

τα κέρματα στο τέλος μετρώ.

 

Δεν ντρέπομαι για την δουλειά αυτή που κάνω

και τα σχόλια των περαστικών αψηφώ.

Το βράδυ, κατάκοπος στο κατώφλι του σπιτιού μου περνώ

αλλά νιώθω περηφάνια μεγάλη προτού να κοιμηθώ.

 

ΜΑΛΛΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

 

2

Μικρό παιδί και εγώ

 

Μικρό παιδί και εγώ

χρειάζομαι βοήθεια

δεν είμαι σαν τα άλλα

που τρέχουν στα φροντιστήρια.

 

Δουλεύω στα εργοστάσια

για να βγάλω το ψωμί μου

σε δύσκολες συνθήκες

ανύπαρκτη η αγωγή μου.

 

Εγώ δεν θέλω πολλά

μόνο νερό και λίγο φαγητό

δεν χρειάζομαι παιχνίδι

ούτε κάτι άλλο

 

Ένα σπίτι ζεστό

μια οικογένεια καλή

ένα κρεβάτι

και λίγο φαΐ

 

Δυστυχώς αυτό είναι το όνειρό μου

που το βλέπω κάθε νύκτα

δίπλα στις μηχανές

όχι σε μεγάλα σπίτια

 

Δίπλα στα αστέρια

και τον ουρανό

αυτοί είναι η συντροφιά μου

χρειάζεται λοιπόν κάτι άλλο να πω;

 

ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

 

3

Φεύγει  και πάει μακριά,
αφήνει όλα τα σχολειά &
πρέπει να βρει μια δουλειά
τόσο μικρά, φτωχό παιδί.

Δίχως μόρφωση, παιχνίδια,
χάνει  όλα τα στολίδια.
Πρόωρο το μεγάλωμά του
και πολλά τα βάσανά του.

Είναι άδικη η ζωή,
ένα παιδί να μη χαρεί.
Είναι καημός σαν περπατάς
τέτοια εικόνα αν συναντάς.

Παιδί στο δρόμο την αυγή
για ξεροκόμματο ψωμί.
Θα μπορούσε κάποιος άραγε
τη δυστυχία να σταμάταγε;

ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

 

 

4

Μια κοινωνία με κλειστά μάτια .

Στο βάθος σκοτάδι ,

Ένα κορίτσι ήρωας.

Κοιτά από το παράθυρο

Βλέπει  μόνο μοναξιά,

Μοναξιά από γονείς νεκρούς .

Είτε βρέχει μέρα,

Είτε μέρα με ήλιο,

Είτε πρωί,

Είτε βράδυ,

Η κούραση είναι το ίδιο.

Η δουλειά  δεν σταματά .

Τα αδέλφια την κοιτούν

Κατάματα,

Τα στόματα πεινούν ,

Η δουλειά δω σταματά .

Η κοινωνία αποσιωπά

Ένα μικρό κορίτσι

Φωνάζει δυνατά.

Η θέληση δεν σταματά !!!

Η δουλειά είναι δουλειά.

 

ΜΠΟΖΙΟΝΕΛΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

 

 

5

Έξω στο φως του ήλιου το ηλιοτρόπιο χαμογελά

Μες στο σκοτάδι του ορυχείου το παιδί αγανακτά.

Τραβώντας με τη ζώνη το βαγόνι το βαρύ,

σκέφτεται με θλίψη τη πικρή του τη ζωή.

 

Νύχτωσε πια και το καμπανάκι χτυπά. Λευτεριά!

Ο μικρός ήρωας μια οικογένεια αναζητά,

να μη χρειάζεται να δουλεύει πια.

Μια στέγη για να κοιμηθεί,

μια αγκαλιά στοργική.

Ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή!

 

ΔΑΡΔΑΝΗ ΜΑΡΙΑ ΕΛΕΝΗ

 

6

Ένα παιδί

Μικρό παιδί

Κάθεται και κλαίει

Τόσες ώρες στη δουλειά

Το αφεντικό να το βαράει

Μέχρι να κάνει πληγές

Νοσταλγεί την σοκολάτα

Που έφαγε κατά λάθος

Από εκείνον

Εκείνον τον πλούσιο βιομήχανο.

Αμερικανός ήταν

Όταν το έμαθε

Το παιδάκι ήθελε

Να σκάψει τρύπα να κρυφτεί

Και γιατί…

Για ένα κομμάτι σοκολάτα.

 

ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

7

Νύχτωσε, παντού σκοτάδι

μόνο είναι το παιδί,

δίχως μάνα, δίχως πατέρα

πού να πάει, πού να κρυφτεί

Και όταν βγει πάλι το φως

στη δουλειά πίσω θα πάει

Τι ζωή είναι αυτή, συνέχεια ρωτάει.

 

ΜΗΤΣΟΥΛΑ ΜΑΡΙΑ ΠΑΥΛΙΝΑ

 

8

Aφρική, Ευρώπη, Ασία…
βασανίζουν τα παιδιά!

Έχει δείξει η ιστορία
λάθος είναι όλα αυτά!

Mε αγάπη, με λατρεία
αγκαλιάστε τα παιδιά!

Σώστε τα απ’ την πορνεία
κι από τη σκληρή δουλειά!

Στις ψυχούλες τους πονούν
από τραύματα φριχτά!

Τραυματίζονται, υποφέρουν
μα σηκώνονται ξανά!

Δώστε στα παιδιά χαρά!
Δώστε τους ελευθερία!

Διώξτε τη θλίψη μακριά!

Νιώστε στη χαρά τους ευτυχία!

_______________________________
Σπυριδούλα-Δήμητρα Δολιανίτη

 

9

Η ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

 

Αδύνατα χεράκια, τεντωμένα

αυτό το βράδυ το σκοτεινό, το παγωμένο

ζητάνε κάποιο κέρμα

Παγώνει μες την χούφτα του σαν πέφτει

δεν σβήνει την ανάμνηση της μάνας

τη ζέστη που είχε πάντα η αγκαλιά της

 

 

Τα μάτια του ψηλά δεν τα σηκώνει,

φοβάται το βλέμμα των ανθρώπων ψυχρό , αδιάφορο και κρύο

Θέλει να τρέξει , να κρυφτεί

να παίζει με τα άλλα τα παιδιά

ανέμελο και γελαστό

να μην ξανάβγει στων φαναριών τον κόσμο τον σκληρό

 

 

Το δάκρυ που κύλησε γοργά

έσβησε το όνειρο μεμιάς

φωνές του κόσμου που περνά

κόκκινο, πράσινο ξανά

τα αστέρια λάμπουν φωτεινά

σαν αγκαλιά που λαχταρά

το συνοδεύουν σιωπηλά

 

ΤΣΑΚΑΛΗ  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΜΑΡΙΑ

 

10

Ένα ανήλικο παιδί

 

Η ώρα πέντε το πρωί

είναι στο δρόμο το παιδί

πάει από νωρίς στη δουλειά

μαζί με τα άλλα τα παιδιά.

 

Ο δρόμος για το εργοστάσιο μακρύς

αλλά δεν νοιάζεται κανείς

το παιδί κάνει πολλή υπομονή

για να βγάλει το αναγκαίο ψωμί.

 

Δουλεύει χωρίς σταματημό

κρύβοντας τον μεγάλο του καημό

ακούει τις φωνές από το αφεντικό

ενώ θα έπρεπε να είναι στο σχολειό.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

 

11

Όλη μέρα κουρασμένο

βιαστικό και πεινασμένο.

Ο πατέρας του δεν ζει

και η οικογένεια φτωχή.

Προσπαθεί κι αυτό να δουλέψει

κάποια στόματα να θρέψει.

Δέκα χρονών παιδάκι

έχει γίνει πια αντράκι.

Το σχολείο του έχει αφήσει

τη μητέρα να βοηθήσει

κι ας τ’ αγάπαγε πολύ

η ζωή είναι σκληρή.

 

ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

 

12

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΣΚΛΗΡΗΣ ΖΩΗΣ

Παιδιά στην άκρη της σκληρής ζωής
απ’ της δουλειάς τις μαύρες δίνες
δεν ήξεραν το δρόμο της φυγής,
να δουν του ήλιου τις ακτίνες.

Δεν ήξεραν να παίξουν, να γελάσουν,
να γράψουν, να μιλήσουν, να φωνάξουν&
και κάτω από του κόσμου τη μανία
συνθέτουν τη δική τους τραγωδία.

 

ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

 

13

Είναι Αμαρτία

 

Πολλά παιδιά έχουν αυλές

και ζουν σε αρχοντοσπίτια,

κι άλλα δουλεύουνε σκληρά

και ζουν σε  φτωχοσπίτια

 

Αναζητώντας χρήματα

δουλεύουν νύχτα μέρα…

Με το κεφάλι τους ψηλά

τα βγάζουν όμως πέρα.

 

Και τα παιδιά των φαναριών

που πλένουνε τα τζάμια,

από τους άσπλαχνους γονείς

δεν παίρνουν λίγα χάλια.

 

Αλλά με υπόγεια τη ζωή

δουλεύουνε σε ορυχείο,

κι όμως κανείς δεν σκέφτεται

πως είναι αμαρτία.

 

ΤΣΕΛΕΠΑΤΙΩΤΗΣ  ΜΙΧΑΗΛ

 

14

Φυσάει ο αέρας δυνατά,

όμως το παιδί μένει εκεί

Μετά βρέχει ασταμάτητα

το βλέπεις και λες πως αντέχει

 

Προσοχή διαβάτη, πρόσεχε πού πατάς

από εκεί πέρασαν οι ήρωες με τα ψιλά

Σκέψου καλά τα λόγια πού  σκορπάς

τα παιδιά αυτά θέλουν φροντίδα και χαρά

 

Αχ, να ‘χαν όλοι οι άνθρωποι

τη δύναμη και την τόλμη τους

Την αντοχή και την καρδιά

έτσι ο κόσμος θα ήταν μία όμορφη αγκαλιά

Πάλι φυσάει δυνατά

και όμως ξανά τα παιδιά είναι δυνατά

Ύστερα βρέχει ακόμα πιο πολύ

τα παιδιά αυτά είναι οι ήρωες της εποχής αυτής

 

ΤΣΙΒΙΚΗΣ        ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

 

15

Ήταν βράδυ ώρα δέκα

και στο φανάρι ήταν το παιδάκι

δούλευε σκυφτό από το πρωί

μέσα στη βροχή

 

ήταν όλη μέρα εκεί

δίχως φαγητό και στοργή

να τον διώχνουν από εκεί!!

ΑΜΠΟΥ ΕΛ ΧΑΙΡ ΙΑΣΟΝΑΣ

 

ΠΕΖΑ

Η μικρή Ελένη είναι ένα κοριτσάκι που ζει σε ένα νησί. Αναγκάστηκε να μπει στο σπίτι μιας οικογένειας για να δουλέψει ως υπηρέτρια γιατί είχε χάσει πρόσφατα τον μπαμπά της και η μαμά της δεν μπορούσε να θρέψει και τα 4 παιδιά της. Η Ελένη ήταν η μεγαλύτερη από τα αδέλφια της και ο κλήρος έπεσε σε αυτή.      Η εργασία που είχε αναλάβει ήταν να προσέχει τα παιδιά της οικογένειας που εργαζόταν. Η συνεργασία της με τα παιδιά ήταν πολύ δύσκολη γιατί τα παιδιά της οικογένειας ήταν κακομαθημένα και της φέρονταν πολύ άσχημα. Η Ελένη προσπαθούσε να τους κάνει όλα τα χατίρια όμως αυτά την αντιμετώπιζαν υποτιμητικά και την αποκαλούσαν «Δούλα».

ΔΡΙΤΣΑ ΠΑΝΑΓΟΥΛΑ

 

Κυριακή σήμερα η κηδεία του πατέρα μου. Καθώς περπατούσα στο δρόμο μου έρχονταν αναμνήσεις από την  “παιδική μου ηλικία “. Όλα ξεκίνησαν όταν γεννήθηκα καθώς η μητέρα μου πέθανε καθώς έδινε γέννα σε μένα. Από τότε ο πατέρας μου δεν ήταν και τόσο χαρούμενος που με έβλεπε. Κάθε φορά ο πατέρας μου έπινε και ερχόταν μεθυσμένος το βράδυ και έριχνε όλο το φταίξιμο σε μένα είτε κόβοντας το φαγητό είτε με την ζώνη του αλλά μου είχε πάρει έναν δάσκαλο που μου μάθαινε αγγλικά. Στα 12 μου χρόνια δεν άντεξα άλλο αυτό το κακό και έτσι είπα να φύγω από το σπίτι και αυτό έκανα. Την νύχτα αυτή περίμενα μέχρι να κοιμηθεί ο πατέρας μου για να του κλέψω τα λεφτά. Μόλις το έκανα αυτό είπα να πάω Αμερική με το καράβι παράνομα καθώς κανένας δεν θα με καταλάβει και δεν θα με επιστρέψει κανείς σε αυτόν το απαίσιο άντρα. Τα είχα κανονίσει όλα γιατί ήξερα ότι ένα καράβι πήγαινε για Αμερική .Έτσι πήρα φαγητό και νερό με τα χρήματα αυτά του πατέρα μου και πήγα κρύφτηκα σε μία μικρή βαρκούλα έκτακτης ανάγκης για 15 μέρες μέχρι που έφτασα. Δεν είχα πολλά χρήματα και άρχισα να ψάχνω για δουλειά. Μία ώρα πέρασε, δύο ώρες πέρασαν, τρεις ώρες πέρασαν τίποτα. Έτοιμος να τα παρατήσω πέρασα από έναν κάπως ηλικιωμένο κύριο και με βλέπει έτσι φτωχικά και μου λέει ότι ξέρει ότι ψάχνω δουλειά και ότι του λείπει ένας εργάτης . Εγώ κατευθείαν άρπαξα την ευκαιρία και τον ακολούθησα χωρίς να ξέρω καν τι δουλειά ήταν. Τελικά είχε ένα εστιατόριο και και με πήρε για λάντζα. Εγώ του είπα την ιστορία μου και λυπήθηκε καθώς μου έδωσε ένα μέρος να κοιμάμαι, αλλά και με βοήθησε να μάθω την δουλειά. Με τον καιρό έμαθα και να μαγειρεύω και βοηθούσα παντού. Εγώ και αυτός ο ηλικιωμένος που ονομάζεται John ερχόμασταν όλο και πιο κοντά μέχρι που στο τέλος τον είχα σαν πατέρα και ένιωσα για πρώτη φορά τι πραγματικά σημαίνει αγάπη. Μετά από 8 χρόνια στην Αμερική ο μόνος άνθρωπος που νοιαζόταν για μένα με άφησε για τον άλλο κόσμο. Ήμουνα πολύ λυπημένος σε φάση που δεν ήξερα τι να κάνω αλλά 40 μέρες μετά που ανοίχτηκε η διαθήκη είδα ότι μου είχε αφήσει τα πάντα μαζί και το εστιατόριο έτσι αποφάσισα να συνεχίσω να μαγειρεύω στο εστιατόριο και ίσως να πάω να σπουδάσω. Μέσα σε δέκα χρόνια πήγα σπούδασα και παντρεύτηκα και όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατόν αν δεν είχα φύγει εκείνο το βράδυ και τότε θυμήθηκα την φιγούρα που είχα βγάλει από το μυαλό μου εδώ και χρόνια τον πατέρα μου και έτσι είπα να πάω για ένα ταξίδι στην Ελλάδα να δω τι απέγινε. Μόλις φτάνω με παίρνει τηλέφωνο ένας δικηγόρος λέγοντας μου ότι ο πατέρας μου ήταν νεκρός.

 

ΚΟΥΓΙΑΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ

 

Leave a Reply